- ψυχογιός
- ο, Ν1. θετός γιος2. νεαρός υπάλληλος3. (στην τουρκοκρατία) έμπιστος ακόλουθος αρματολού ή αρχηγού τών κλεφτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + γιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχογιός — ο 1. θετός γιος, υιοθετημένος. 2. μικρός υπάλληλος καταστήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Морея — Карта средневекового Пелопоннеса и его основаная топонимика Морея (греч … Википедия
Гликадзи-Арвелер, Элени — Элени Арвелер выступает на симпозиуме Греческий Понт . Элени Гликадзи Арвелер (греч … Википедия
αναθρεπτός — και φτός, ή, ό [ανατρέφω] 1. αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε από μικρή ηλικία από ξένη οικογένεια σαν δικό της παιδί α) το αρσ. ως ουσ. ο αναθρεφτός ο μη πραγματικός γιος, ψυχογιός, ψυχοπαίδι β) το θηλ. ως ουσ. η αναθρεφτή η μη πραγματική κόρη … Dictionary of Greek
γκέκας — (1740 – 1790). Αρματολός. Δραστηριοποιήθηκε στη Μακεδονία και είχε έδρα την Κατερίνη. Ήταν ψυχογιός και αργότερα πρωτοπαλίκαρο του μεγάλου κλεφταρματολού Ζίδρου, που μαζί με τους Ζιάκα, Λάζο και Βλαχάβα, είχαν στην εξουσία τους ουσιαστικά μεγάλο… … Dictionary of Greek
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek
ψυχοπαίδι — το θετό παιδί, ψυχογιός, ψυχοκόρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)